- διάχυτος
- -η, -ο (AM -ος, -ον)ο διασκορπισμένος σ' όλες τις κατευθύνσειςνεοελλ.αισθητός, αντιληπτός, ολοφάνεροςαρχ.το ουδ. ως ουσ. το διάχυτοείδος κρασιού αποτελούμενο εν μέρει από ξερά σταφύλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάχυτος — η, ο αυτός που είναι διασκορπισμένος σε κάθε κατεύθυνση: Υπήρχε μια διάχυτη ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυδιάχυτος — ον, Α 1. πολύ διασκορπισμένος 2. (για ασθένεια) αυτός που έχει ευρέως μεταδοθεί («[γάγγραινα] πολυδιάχυτον πάθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διάχυτος (< διαχέω), πρβλ. ευ διάχυτος] … Dictionary of Greek
έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… … Dictionary of Greek
ευδιάχυτος — εὐδιάχυτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διαχέεται εύκολα αρχ. 1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.) 2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)] … Dictionary of Greek
ζάχυτος — ζάχυτος, ον (Α) μτγν. τ. αντί διάχυτος* … Dictionary of Greek
κατάχυτος — κατάχυτος, ον (Μ) [καταχέω] αυτός που βρίσκεται σε διάχυση, που είναι διαχυμένος άφθονα, διάχυτος … Dictionary of Greek
καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… … Dictionary of Greek
λεπτόχυτος — λεπτόχυτος, ον (Μ) ο λεπτά χυμένος, διάχυτος, λεπτός, αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + χυτός (< χύνω), πρβλ. διά χυτος] … Dictionary of Greek
μαστωδυνία — η ιατρ. διάχυτος πόνος τού μαστού που ακτινοβολείται προς τη μασχάλη και εμφανίζεται ιδίως κατά την προεμμηνορροϊκή φάση αλλά δεν αποτελεί ένδειξη νόσου τού μαστού … Dictionary of Greek
ραχιαλγία — η, Ν ιατρ. διάχυτος πόνος στην περιοχή τής σπονδυλικής στήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rachialgia < ράχις + αλγία (< αλγής < άλγος)] … Dictionary of Greek